- παραμήκης
- -άμηκες, Α1. αυτός που έχει μακρύ σχήμα, επιμήκης («τὸ δὲ τρῆμα τοῡ σανιδώματος ἦν παράμηκες», Πολ.)2. εκτεταμένος3. αυτός που εκτείνεται σε ένα συγκεκριμένο μήκος («παραμήκης ὅσον ἑξήκοντα σταδίων τὸ μῆκος», Στράβ.)4. (για νησί) αυτός που εκτείνεται παραλλήλως5. (για γράμμα) αυτός που έχει υποστεί επιμήκυνση.επίρρ...παραμηκέως Αιων. τ. κατά μήκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* -μήκης (< μῆκος), πρβλ. επι-μήκης].
Dictionary of Greek. 2013.